- ἀναπειστήριος
- ἀναπειστήριος, α, ον,A persuasive,
χαύνωσις Ar.Nu.875
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαύνωσις Ar.Nu.875
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπειστήριος — ἀναπειστήριος, α, ον (Α) [ἀναπείθω] πειστικός … Dictionary of Greek
ἀναπειστηρίαν — ἀναπειστηρίᾱν , ἀναπειστήριος persuasive fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)